βενζοϊκό οξύ

βενζοϊκό οξύ
Οργανικό αρωματικό οξύ, ο τύπος του οποίου προέρχεται από το βενζόλιο, αν αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου με μια όξινη ρίζα –COOH. Βρίσκεται στη φύση γενικά με τη μορφή των εστέρων του σε διάφορες ρητίνες και βάλσαμα, όπως το βάλσαμο του Περού, του Τολού, στους καρπούς του μύρτου κλπ. Το β.ο. δίνει λευκούς κρυστάλλους αδιάλυτους στο νερό, διαλυτούς όμως στην αλκοόλη και στον αιθέρα. Έχει μεγάλη εφαρμογή στη βιομηχανία των χρωμάτων, στην αρωματοποίηση του καπνού και στην τυπωτική των υφασμάτων. Παρουσιάζει αντισηπτική δράση και γι’ αυτό χρησιμοποιείται ως αντιζυμωτικό. Στην ιατρική εφαρμόζεται, με τη μορφή των εστέρων, ως βάλσαμο για την αναπνευστική οδό. To β.o. παρασκευάζεται από την υδρόλυση του φθαλικού ανυδρίτη στους 220°C με την παρουσία φθαλικού χρωμίου και νατρίου: C6H4 (CΟ)2Ο + Η2Ο → C6H4 (CΟΟH)2 → C6H5CΟΟH + CΟ2 Το β.ο. λιώνει στους 122,37°C, εξαχνώνεται στους 100°C και είναι πτητικό με υδρατμούς. Τα πιο σημαντικά παράγωγά του είναι το άλας με νάτριο, το βενζουλοχλωρίδιο, ο βενζοϊκός βενζιλεστέρας και το βενζοϋπεροξύ, που χρησιμοποιείται για τη διευκρίνιση του τύπου των φυσικών ελαίων και λιπών και ως καταλύτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιππουρικό οξύ — Οργανικό οξύ που αποτελείται από ομάδες βενζοϊκού οξέος και γλυκίνης με τύπο C6H5CONHCH2COOH. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα, έχει σημείο τήξης 187,5°C, είναι ευδιάλυτο σε ζεστό νερό ή αλκοόλη, αδιάλυτο στο… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • συντηρητικά — Ονομασία ουσιών τις οποίες προσθέτουν συνήθως σε μικρή αναλογία, σε προϊόντα που αλλοιώνονται εύκολα, με σκοπό τη διατήρηση τους σε καλή κατάσταση για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα σπουδαιότερα από τα σ. που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι το αλάτι …   Dictionary of Greek

  • ορνιθουρικός — ή, ό φρ. «ορνιθουρικό οξύ» χημ. ακυλαμινοξύ που εκκρίνεται από τα νεφρά ορισμένων πτηνών και διευκολύνει την απέκκριση τών δυσδιάλυτων λιπόφιλων ενώσεων βενζοϊκό οξύ και φαινυλοξικό οξύ …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκατεχικός — ή, ό, Ν φρ. «πρωτοκατεχικό οξύ» χημ. κοινή ονομασία τής αρωματικής οργανικής ένωσης 3, 4 διυδροξυ βενζοϊκό οξύ, που απαντά στους καρπούς τού φυτού ιλλίκιο και σχηματίζεται κατά την αλκαλική τήξη πάμπολλων προϊόντων, όπως είναι οι κατεχίνες, το… …   Dictionary of Greek

  • συριγγικός — ή, ό, Ν φρ. «συριγγικό οξύ» χημ. μονοκυκλική ένωση, αρωματικό μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και ως 3,5 διμεθοξυ 4 υδροξυ βενζοϊκό οξύ …   Dictionary of Greek

  • γλυκίνη — Το απλούστερο άκυκλο αμινοξύ, με τύπο NH2CH2COOH (μερικές φορές λέγεται και αμινοξικό οξύ). Αποτελεί συστατικό των περισσότερων πρωτεϊνών, χωρίς όμως να θεωρείται βασική θρεπτική ουσία. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα, με γλυκιά γεύση, διαλυτό στο… …   Dictionary of Greek

  • προβενεκίδη — η, Ν (φαρμ.) συνθετικό φάρμακο που προέρχεται από το βενζοϊκό οξύ, εξουδετερώνει το ουρικό οξύ και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική αγωγή τής αρθρίτιδας και ως πρόσθετο τής πενικιλλίνης …   Dictionary of Greek

  • κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • παρα-αμινο-βενζοϊκός — ή, ό φρ. «παρα αμινο βενζοϊκό οξύ» (βιοχ. φυσιολ.) όξινο αμινοπαράγωγο που σχηματίζεται από π τολουιδίνη κατά την οξείδωση, αφού η αμινομάδα προστατευθεί με ακετυλίωση, και το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αζωχρωμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”